Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Καμπότζη: 05. Πρώτη γεύση Καμπότζης

Από τα σύνορα ως το Pailin πήρα την πρώτη γεύση από τους δρόμους στην Καμπότζη. Επιεικώς άθλιος χωματόδρομος με απίστευτες λακκούβες. Ευτυχώς που δεν είχε βρέξει για να λασπώσει. Από κάποιο σημείο και μετά ανυπομονούσα να φτάσουμε αφού τόση ώρα πάνω στο παπάκι, με το μεγάλο backpack στην πλάτη και το μικρό στα πλάγια και γραπωμένος από την σέλα για να μην απογειωθώ σε καμιά λακκούβα δεν ήταν και πολύ ευχάριστο. Η θέα όμως ήταν καταπληκτική. Δεξιά και αριστερά δεν υπήρχε σημάδι πολιτισμού, μόνο παρθένα καταπράσινη φύση, διαφορετική όμως από αυτή της Ταϊλάνδης, όχι τόσο πυκνή. Είναι βέβαια τρομακτικό αν σκεφτείς πως όλες αυτές οι εκτάσεις είναι σπαρμένες με νάρκες (κατάλοιπα του εμφυλίου) και το να βγεις από το δρόμο είναι αυτοκτονία.

Φτάσαμε στο Pailin το οποίο δεν ήταν τελικά πόλη αλλά ένα χωριό και στο μεγάλο σταυροδρόμι είναι η πιάτσα των ταξί. Με το που με άφησε ο τύπος με το μηχανάκι έπεσαν επάνω 10 τουλάχιστον άτομα που άρχισαν να μιλάνε συγχρόνως και να με ρωτάνε αν θέλω να ναυλώσω το taxi τους. Τους είπα ότι θέλω απλά μια θέση για το Battambang και αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις. Ένα πράγμα που πρέπει να θυμάσαι στην Καμπότζη είναι πως όταν πληρώνεις για μια θέση σε shared-taxi ή minivan δεν παίρνεις ολόκληρη τη θέση αλλά τη μισή. Για να καταλάβετε, στην θέση του συνοδηγού κάθονται 2 άτομα ενώ ακόμα και ο οδηγός μοιράζεται τη θέση του! Έτσι συμφώνησα με έναν οδηγό για ολόκληρη τη θέση του συνοδηγού για 400B. Σίγουρα την ακριβοπλήρωσα αλλά δεν είχα σκοπό να το διαπραγματευθώ πάρα πολύ. Έπρεπε όμως να περιμένω να γεμίσουν και οι υπόλοιπες θέσεις, κάτι που πήρε λίγη ώρα. Εν τω μεταξύ χάζευα τους οδηγούς και άλλους παρευρισκόμενους να κάνουν ρύθμισης στα αυτοκίνητα τους και να πέφτουν πάνω σε οποιονδήποτε πλησίαζε και έμοιαζε για πελάτης.

Ο δρόμος προς την Battambang δεν ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Μας έπιασε και μπόρα και ο δρόμος έγινε ποτάμι με λασπόνερα αλλά μόλις η μπόρα πέρασε και η ατμόσφαιρα καθάρισε, το θέαμα ήταν μοναδικό, αφού η φύση φαινόταν ακόμα πιο έντονη, ζωντανή και φρέσκια. Από κάποιο σημείο και μετά ο δρόμος έφτιαξε κάπως: χωτατόδρομος 1,5 λωρίδα (συνολικά, όχι ανά κατεύθυνση) και ευθεία. Προσπερνάγαμε μικρά χωριουδάκια όπου τα σπίτια ήταν είτε ξύλινα (τα ακριβά) είτε από bamboo (η πλειοψηφία). Κόσμος περπάταγε στην άκρη του δρόμου, αγρότες, με βρώμικα και σκισμένα ρούχα. Τα παιδιά με ρούχα σε παρόμοια κατάσταση, 2 και 3 νούμερα μεγαλύτερα τους. Εκεί πρώτη φορά κατάλαβα τη φτώχια στη χώρα αυτή. Είδα κόσμο να παίζει βόλεϊ, άλλους να πλένουν το μηχανάκι τους στις λίμνες που είχαν σχηματιστεί από το νερό τις βροχής, είδα παιδιά να κάνουν ποδήλατο και άλλα να τρομάζουν και να διώχνουν τα πουλιά από τα χωράφια. Μια σειρά από όμορφες καθημερινές εικόνες της επαρχίας.

Φτάσαμε στην πόλη την ώρα που βράδιαζε. Το ταξί με άφησε στο κέντρο της πόλης όπου επικρατούσε πανδαιμόνιο. Κίνηση, κόσμος, φωνές. Μια χαοτική κατάσταση, διαφορετική από αυτή της Ταϊλάνδης, πολύ πιο έντονη. Καθώς περπάταγα συνεχώς μηχανάκια σταμάταγαν δίπλα μου και οι οδηγοί τους με ρωτούσαν αν θέλω να με πάνε σε κάποιο ξενοδοχείο που ξέρουν, σκοπός τους φυσικά είναι να πάρουν τη μικρή προμήθεια που τους δίνουν οι ξενοδόχοι. Είχα από πριν κοιτάξει στον ταξιδιωτικό οδηγό πια είναι τα φτηνά guesthouses της πόλης και πήγα μόνος μου και κοίταξα για δωμάτιο. Στο “Golden Parrot” είχε δωμάτιο με $3 αλλά λόγο της κούρασης είπα να κάνω στον εαυτό μου ένα δωράκι και έτσι πήρα ένα δωμάτιο στο “Royal Hotel”. Το δωμάτιο ευρύχωρο, με διπλό κρεβάτι, μπάνιο με ζεστό νερό και τηλεόραση με δορυφορική λήψη (κάτι πολύ συνηθισμένο στην Καμπότζη αλλά εγώ τους τελευταίους 2 μήνες είχα δει τηλεόραση 2 ή 3 φορές). Και αυτό για $6. Έμεινα στο δωμάτιο για να ξεκουραστώ και χάζεψα και μια ταινία στην τηλεόραση. Η τηλεόραση μπορεί να μη μου είχε λείψει αλλά οι ταινίες πολύ.

Το βράδυ βγήκα έξω για βόλτα και φαγητό. Η πόλη είναι τόσο διαφορετική από αυτές στην Ταϊλάνδη. Οι δρόμοι δεν έχουν φώτα, είναι σκονισμένοι και βρώμικοι, ο κόσμος δεν βγαίνει έξω για βόλτα και φαγητό και τα κτήρια είναι απεριποίητα. Κατευθύνθηκα στο δρόμο που σύμφωνα με το χάρτη έχει 2 εστιατόρια. Το “White Rose” και το “Smoking Pot”. Το πρώτο ήταν γεμάτο ξένους και έτσι πήγα στο δεύτερο που είχε πιο πολύ στυλ, με 3-4 μεγάλα ξύλινα τραπέζια έξω και παιδιά να παίζουν ακριβώς δίπλα. Έκατσα και έφαγα ένα καταπληκτικό ρύζι με λαχανικά και γλυκόξινη σάλτσα και το οποίο κόστιζε $1,25 και δοκίμασα και τη μπύρα Angkor. Παρατήρησα πως 2 κοπέλες που κάθονταν παραδίπλα, ξένες και αυτές, ζήτησαν μια πλαστική σακούλα. Νόμιζα πως ήθελαν να το περίσσευμα του φαγητού και μου φάνηκε ξεφτίλα, δεν το κάνεις αυτό όταν το γεύμα σου έχει κοστίσει $1,25! Δεν κατάλαβα πως το έκαναν για να το δώσουν σε μια γυναίκα που τόση ώρα τριγύριζε γύρω από το εστιατόριο και προφανώς ήταν ζητιάνα. Στον γυρισμό, περνώντας από το “White Rose” είδα πως δεν ήταν η μόνη. Είναι το δεύτερο σοκ που έπαθα με την φτώχια στην Καμπότζη.

Γυρίζοντας προς το δωμάτιο σταμάτησα σε ένα internet cafe, όπου χρέωναν $0,25 την ώρα! Έστειλα μερικά e-mail να ενημερώσω πως είμαι καλά και γύρισα στο δωμάτιο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και σκέφτηκα "αφού έφτασα μέχρι εδώ τα δύσκολα πέρασαν, τώρα έχω μια ολόκληρη χώρα να εξερευνήσω" και παρά την αδημονία, αποκοιμήθηκα.

[Προηγούμενη][Εισαγωγή][Επόμενη]

Δεν υπάρχουν σχόλια: